-
1 άλατι
-
2 ἅλατι
-
3 αλάτι
τό1) соль;μαγειρικό αλάτι — поваренная соль;
μαύρο ( — или χοντρό) αλάτι — каменная соль;
αλάτι της Εγγλιτέρας — английская соль;
2) перен. соль, остроумие, тонкость выражения;οι κουβέντες σου δεν έχουν ντίπ αλάτι — в твоих словах нет ни капельки остроумия;
§ φάγαμε μαζί ψωμί κι· αλάτι — мы с ним не один пуд соли съели;
τον έκαμε τ· αλατιού он из него сделал котлету;δεν φοβάται ο παστουρμάς τ· αλάτι — посл, он прошёл (сквозь) огни и воды и медные трубы
-
4 Αλάτι πάω στην αλυκή
– Αλάτι πάω στην αλυκή• Со своим самоваром в Тулу не ездятИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αλάτι πάω στην αλυκή
-
5 αλάτι
τοSalz n -
6 ἅλατι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἅλατι
-
7 αλάτι
[алати] ουσ. о. соль,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αλάτι
-
8 αλάτι
[алати] ουσ ο соль. -
9 αλάτι
cолтаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αλάτι
-
10 αλάτι
sel -
11 αλάτι
sól (f) rzecz. -
12 αλάτι
sůl -
13 αλάτι
saltΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αλάτι
-
14 Όποιος κατουράει στη θάλασσα, τα βρίσκει στ' αλάτι
Όποιος σπέρνει τ' αγκάθια, να μην πηγαίνει ξυπόλυτος– Μην ρίχνεις πέτρες στην πηγή που έσβησε τη δίψα σου– Όποιος κατουράει στη θάλασσα, τα βρίσκει στ' αλάτι– Πηγάδι που σε δροσίζει μην το πετροβολάς• Не плюй в колодец – пригодится воды напитьсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος κατουράει στη θάλασσα, τα βρίσκει στ' αλάτι
-
15 Στο ξένο φαΐ αλάτι μη βάζεις
Από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί;– Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;• Не суй нос не в свое дело• Не тычь носа в чужое просоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στο ξένο φαΐ αλάτι μη βάζεις
-
16 Δεν φοβάται ο παστουρμάς αλάτι
• Маслом кашу не испортишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δεν φοβάται ο παστουρμάς αλάτι
-
17 Δεν φοβάται ο παστουρμάς τ' αλάτι
• Прошел сквозь огонь, воду и медные трубыИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δεν φοβάται ο παστουρμάς τ' αλάτι
-
18 Φάγαμε ψωμί κι αλάτι
• Друга узнать – вместе пуд соли съестьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φάγαμε ψωμί κι αλάτι
-
19 tuz
αλάτι, αλμύρα, άρμη -
20 sel
αλάτι
См. также в других словарях:
αλάτι — το ιού 1. το χλωριούχο νάτριο που παίρνεται με εξάτμιση από το θαλασσινό νερό ή το ίδιας σύστασης ορυκτό (ορυκτό αλάτι): Το αλάτι νοστιμεύει το φαγητό. 2. ονομασία διάφορων σωμάτων που μοιάζουν με το αλάτι (αλάτι αμμωνιακό, φωσφορικό, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
ἅλατι — ἅλας salt neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… … Dictionary of Greek
ανάλατος — Τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Φαλήρου, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού. Τον Απρίλιο του 1827 έγινε εκεί σφοδρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στη μάχη έλαβαν μέρος πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που είχε καταστρώσει… … Dictionary of Greek
αλατάς — Μικρό νησί (υψόμ. 10 μ., 5 κάτ.) του Παγασητικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικερίου του νομού Μαγνησίας. Στο νησί υπάρχουν τα διαλυμένα μοναστήρια των Αγίων Σαράντα και της Μεταμόρφωσης. Το 1822 έγινε στον Α. φονική μάχη μεταξύ… … Dictionary of Greek
αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… … Dictionary of Greek
αλαταριά — η [αλάτι] 1. πέτρινη πλάκα, πάνω στην οποία τοποθετούν οι βοσκοί αλάτι ανάμικτο με άλλη τροφή (αλεύρι κ.λπ.) για να φάνε τα πρόβατα και οι κατσίκες 2. η πέτρα, με την οποία τρίβουν το αλάτι … Dictionary of Greek
αλατιά — η [αλάτι] 1. μέρος όπου υπάρχει ή παράγεται πολύ αλάτι, αλυκή 2. έδαφος περιεκτικό σε αλάτι, αρμυρότοπος … Dictionary of Greek
αλατωρυχείο — Ορυχείο ορυκτού αλατιού, αλλά και γενικότερα τόπος όπου γίνεται εξαγωγή διαφόρων ορυκτών αλάτων που έχουν μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία. Τα κοιτάσματα του αλατιού είναι κάποτε υπόγεια γιατί το ορυκτό είναι ευδιάλυτο στο νερό. Στα ορυχεία… … Dictionary of Greek